Sunday, June 5, 2016

Ένα κακομαθημένο κορίτσι


Μια άλλη ιστορία, που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν η ιστορία ενός ζευγαριού που δεν μπορούσε να κάνει παιδί! Το είχαν καημό! Αλλα μέσα τους ελπίζανε ότι κάποια στιγμή θα τα καταφέρουν. Πράγματι, μετά πολλά χρόνια η γυναίκα έμεινε έγκυος και τελικά  έκανε ένα χαριτωμένο κοριτσάκι.
Το σπίτι γέμισε χαρά και το γιορτάζανε δεόντως. Το  είχανε στα όπα όπα, του προσφέρανε τα πάντα και δεν την είχανε αφήσει να κουράζεται για  τίποτα. Η μητέρα της δεν του έμαθε τίποτα απολύτως να κάνει. Ζούσε μια παραμυθένια ζωή, ανέμελη, χωρίς έννοιες και προβλήματα.     
Όμως η μοίρα της επιφύλαξε άσχημο παιχνίδι. Η πολυαγαπημένη της  μητέρα αρρώστησε ξαφνικά πολύ βαριά και σε λίγες μέρες εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο για τη γειτωνιά των αγγέλων. Πέθανε! Αφήνοντας  το κορίτσι ορφανό! Μεγαλώνοντας, στη ηλικία της παντριάς, επειδή ηταν πολύ όμορφο αλλα και πολύ πλούσια, παρουσιαστήκανε πολλοί μνηστήρες, από τους οποίους διάλεξε έναν. Παντρεύτηκαν και   η κοπέλα έπρεπε να κάνει τις δουλίες του σπιτιού. Ομως δεν ήξερε που πάνε τα τέσσερα.
Στενοχωριώταν πάρα πολύ και αναρωτιόταν  και συλλογιζόταν τι να κάνει; Tι θα φάνε; Ποιός θα μαγειρευει; Που θα βρεί το φαγήτο και τί να κάνει;  Κλέγοντας φώναζε τη μητέρα της λέγωντας "Α... μάνα  μάνα! Που είσαι μανα! Δεν μου έμαθες τίποτα και τωρα τί να κάνω η έρημη! Ο σύζηγός μου πήγε για διάφορες δουλιές και θα γυρίσει και δεν θα έχω κάνει τίποτα".
Και τότε έγινε κάτι το απίστεφτο και αναπάντεχο!! Παρουσιάτηκε μποστά της, η πολύ αγαπημένη  της μητέρα, ολοζώντανη με σάρκα και όστα!! Της χαϊδευψε στο κεφαλάκι της και τις είπε να μη στενοχωριέται, όλα θα πάνε μια χαρά, ότι όλα θα τα ετοιμάσει αυτή και θα τις δείξει πως να τα κάνει. Με μια μόνο υπόσχεση, ότι δεν θα πρέπει να πει τίποτα σε κανένα για την παρουσία της. Και τότε πήρε τη τσάπα από τα χέρια της, τραγουδώντας άρχισε να καλλιεργεί πολύ γρήγορα και καλά. Κάτοπιν πήγανε στο σπίτι, μαγείρεψε και έκανε τά πάντα. Όταν γύρισε ο άντρας της όλα ήταν στην εντέλεια, χάρηκε πολύ τη φίλησε και καθήσανε στο τράπεζι και φάγανε.

Η μητέρα συνέχιζε να κάνει όλες τις δουλιές για πολύ καιρό! Κανένας δεν πήρε μυρουδιά! Και με το καιρό το κακομαθημένο κορίτσι έμαθε πολλά! Οπότε μια μέρα η μητέρα λέει στη κόρη της ότι δεν θα ξανά έρθει κι ότι μπορεί να τα βγάλη πέρα μόνη της. Χαρούμενη πιά  και αυτή, έκανε οικογένεια με πολλά παιδιά και ζούσανε καλά και έμεις καλύτερα.   

Το φίδι



Είναι τόσο εύφορη η γη και τόσο άφθονες οι βροχές στην Ουγκάντα που οι αγροτικές καλλιέργειες είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές που ξέρουμε εδώ. Και πρώτα πρώτα οι σοδιές. Σπέρνουν και θερίζουν δυο και τρεις φορές το χρόνο. Κι οι μπανάνες, ο καφές, το μπαμπάκι.
Το μπαμπάκι. Κάναμε το μάθημα στη σχολή εδώ στην Ελλάδα κι ο νους μου πήγαινε στις μπαμπακιές που είχαμε εκεί. Καμιά σχέση. Ηταν μεγάλες και γεμάτες καρπούς, τις κάψες με τα σπόρια και πλούσιες σε κατάλευκες ίνες.

Ωραία ήταν. Θα ήταν όμως πιο ωραία αν είχαμε κινητά τηλέφωνα τότε. Δεν είχαμε όμως ακόμη και μ έστειλε ο πατέρας μου να φωνάξω τον αδελφό του που ήταν μέσα στις μπαμπακιές.
Κι εγώ έτρεξα.

Ηταν μεσημέρι κι ο ήλιος γέμιζε τα πάντα. Τον ουρανό τα χωράφια, τα φυτά, την φύση όλη. Και τραγουδούσα όταν ένα φίδι τα χάλασε όλα.
Στεκόταν όρθιο. Με δύο κεφάλαια και να με κοίταζε. Από την τρομάρα μου  πάγωσα, το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι, έτρεμα σαν το ψάρι. Και μετά άρχισα να τρέχω με όλες μου τις δυνάμεις. Αισθάνθηκα ότι με κυνηγούσε με ψηλά το δυο του κεφάλια. Φθάνοντας στο σπίτι, πάλι δεν είπα τίποτα σε κανέναν.


Όμως τώρα που το σκέπτομαι, πιστεύω ότι δεν είχε δυο κεφάλαια κι ότι δεν με κυνηγούσε.  Μια κόμπρα πρέπει να ήταν, που με κοίταζε ατρόμητη με τα δυο της μεγάλα μάτια. Ατρόμητη με τα δυο της ψεύτικα μάτια.  Τρομαγμένη κι αυτή σαν εμένα.

Οι Μάρτυρες




 Μου έκανε πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση όταν στα θρησκευτικά μας έλεγαν  για τους 45 Αγίους Μάρτυρες της Ουγκάντας.
Βέβαια δεν υπήρχε Ουγκάντα τότε, αλλά το Βασίλειο της Μπουγκάντα. Οι εγγλέζοι δεν είχαν έρθει ακόμα εκεί για να κάνουν την Μπουγκάντα αποικία τους. Αν και υπήρχαν πολλές αποικίες κοντά, όπως  δίπλα η Γερμανική Τανγκανίκα.

Είχαν σκοπό όμως να έρθουν και γι αυτό είχαν στείλει ιεραποστόλους που είχαν αρχίσει τις προσπάθειες προσηλυτισμού στην αυλή του Καμπάκα,  του Βασιλιά δηλαδή, Μουάνγκα του Β’.
Τους είχαν προλάβει όμως οι Αραβες έμποροι που είχαν προσηλυτίσει το βασιλιά Μουάνγκα στο Ισλάμ.
Ετσι φέρθηκε εχθρικά στους ιεραποστόλους και σκότωσε τους πρώτους χριστιανούς. Άλλο που δεν ήθελαν οι εγγλέζοι. Τους ανακηρύξαν Μάρτυρες και η Ιεραποστολική Εταιρεία της Αγγλικής Εκκλησίας χρησιμοποίησαν τους θανάτους για υποστήριξη της ιδέας να ενσωματώσουν την Μπουγκάντα στην Αγγλική Αυτοκρατορία. Οπερ και εγένετο μετά λίγα χρόνια όταν εδώ στην Ελλάδα είχε αρχίσει το Θηρίο, τα τρένο, να πηγαίνει από την Ομόνοια στο Λαύριο και τούμπαλιν.

Πάντως τα βασανιστήρια των 45 Μαρτύρων για ν αλλάξουν την πίστη τους μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Μέχρι και στον ύπνο μου έβλεπα εφιάλτες για το τι υπόφερε ένα μικρό παιδί ανάμεσα στους Μάρτυρες, που έχουν αγιοποιηθεί και λατρεύονται ως οι Αγιοι 45 Μάρτυρες.
Τόσο πολύ με είχαν επηρεάσει αυτές οι περιγραφές.
Και δεν ήταν οι μόνες.

Όταν στο τέλος του δημοτικού άλλαξα σχολείο και πήγα σε Σχολείο της πρωτεύουσας Καμπάλα κοντά στη θεία μου ερχόταν ο αρχιμανδρίτης [μετά αρχιεπίσκοπος της Ουγκάντας] Θεόδωρος και μας έλεγε για την Ορθοδοξία και τους αγίους της.

Σπουδαγμένος στην Ελλάδα μας έλεγε για τις πολλές εμφανίσεις του Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης σε διάφορα άτομα με διάφορες μορφές και τα πολλά θαύματα του. Είχα εντυπωσιασθεί και ήθελα πάρα πολύ να τον γνωρίσω. 
Και πράγματι, όταν ήρθα στην Ελλάδα μου δόθηκε η ευκαιρία και πήγα στην Αίγινα. Μάλιστα είχαμε μείνει στο μοναστήρι τη βραδιά εκείνη και την νύκτα είδα όχι ξεκάθαρα και άκουσα να με φωνάζει Ειρήνη.. Ειρήνη... Ειρήνη...  Κατέβαλα υπεράνθρωπη προσπάθεια να απαντήσω! Μάταια όμως  δεν μου έβγαινε η φωνή, είχε κλείσει ερμητικά!

Ντομέ


Λένε ότι πάντα ο εγκληματίας  γυρίζει στον τόπο του εγκλήματος.
Ετσι έγινε και με εμένα και την φίλη μου που είχαμε κοντέψει να πνιγούμε στο ποτάμι σε εκείνη την κοπάνα που είχαμε κάνει από το σχολείο.
Γυρίσαμε, Ή μάλλον μας γυρίσανε.
Ηταν στο μάθημα των Οικοκυρικών,  Ντομέ, όπως το λέγαμε από το Ντομέστκ.
Υπήρχε κάποια μέρα που το μάθημα γινόταν έξω από το σχολείο, στο ύπαιθρο κοντά στη φύση.
Πως και πως περιμέναμε αυτήν την ημέρα. Και πρώτα πρώτα γιατί δεν θα κάναμε σχολείο.  Μας έβαζαν σε ένα φορτηγό και μας πήγαιναν 4-5 χιλιόμετρα πιο πέρα στο ποτάμι Ναντιάβα. Το ποτάμι που είχαμε εκείνη την άσχημη περιπέτεια με τη φίλη μου.
Και ήταν πράγματι μια μεγάλη μέρα. Την έχω ακόμα ζωντανή στην μνήμη μου.
Η μεγάλη ημέρα. Ολοι στο σχολείο. Χτύπησε το κουδούνι.  Προσευχή και μετά όλες οι τάξεις πήγαν στις αίθουσες. Όχι όμως και η δικιά μας. Ανεβήκαμε στα φορτηγά μαζί με μια άλλη τάξη, 80  παιδιά περίπου και ξεκινήσαμε τραγουδώντας.
Επί τέλους η ολοήμερη εκδρομή με παιχνίδια γύρω από το ποτάμι. Μαζί μας η δασκάλα μας, ένας άλλος δάσκαλος  και μερικοί εργάτες που θα μας βοηθούσαν να συλλέξουμε μπιτόογκο (πάπυρους) και νσάασα (φοίνικες) για τα χειροτεχνήματα του μαθήματός μας.

Φτάσαμε στο ποτάμι. Στο ποτάμι που  διασχίζει ένα σημαντικό κομμάτι της περιοχής που  φιλοξενεί πολλά είδη  χλωρίδας και πανίδας.  Η φύση στο μεγαλείο της. Ομορφιά αλλά και κίνδυνοι από φίδια, ζωύφια, έντομα, αλλά και από το ίδιο το ποτάμι.
οι δάσκαλοι μας εξήγησαν τι θα κάναμε, τι να προσέχουμε, που να πάμε (και που να πατάμε!) και να μη απομακρυνθούμε από τα μάτια τους!  

Εμείς με μεγάλη ενθουσιασμό πήγαμε στο ποτάμι και αρχίσαμε να πετάμε νερά μεταξύ μας! Οι εργάτες άρχισαν  να κόβουν τα στελέχη από τις βάσεις των πάπυρων και των φοινίκων.  Μία ομάδα παιδιών τα μάζευε, μια άλλη τα έδενε, ενώ μια  άλλη τα έδινε για φόρτωμα στο φορτηγό και πάντα κάτω από την επίβλεψη και τη καθοδήγηση των δασκάλων μας.

Και ξαφνικά:
-Βοήθεια! Σώστε με!
Ηταν ένας νεαρός εργάτης που είχε απομακρυνθεί ίσως για να ρεμβάσει στη φύση, ίσως για να λουφάρει, ίσως και τα δύο.
Είχε βρεθεί σε μια πολύ επικίνδυνη θέση. Νόμιζε ότι το έδαφος που περπατούσε ήταν στέρεο, ενώ αυτό υποχωρούσε κάτω από τα πόδια του που βυθιζόντουσαν όλο και περισσότερο.
Τον έπιασε πανικός και προσπαθούσε να πιαστεί από τα γύρο φυτά, ενώ τα δέντρα πιο πέρα τον κοίταζαν με συμπόνια ανήμπορα να τον βοηθήσουν.
Τελικά έτρεξε ο δάσκαλος και οι άλλοι εργάτες και με προσεκτικές κινήσεις τον τράβηξαν από τη ρουφίχτρα.

Και θυμάμαι στην επιστροφή να κάθεται κατατρομαγμένος ήσυχα σαν φρόνιμο παιδάκι. 

Το πλοτ





Μπορεί να έχω επιβλέψει και πειραματιστεί σε μεγάλης κλίμακας καλλιέργειες αλλά αυτό το χωραφάκι των 3 επί 3 μέτρων ήταν όλα τα λεφτά. Το έχω πάντα μέσα στη μνήμη μου. Και στην καρδιά μου.
Ηταν σαν να είχα κάνει ένα προκαταρτικό έτος της Γεωπονικής στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού.

Σε κάθε τρεις μαθητές αντιστοιχούσε ένα κομμάτι γης  3X3 μέτρα όπου καλλιεργούσαμε διάφορα φυτά όπως αραβόσιτο, φασόλια, φιστίκια, σόγια, αρακά, βαμβάκι. Διάφορα λαχανικά και λουλούδια,
Κάθε ομάδα παρακολουθούσε την ανάπτυξη έως την ωρίμανσή τους. Και μετά ερχόταν μια καλή ημέρα, χωρίς μάθημα! Μία μέρα ολόκληρη, που την αφιερώναμε στην συγκομιδή τους και στην προετοιμασία τους για μαγείρεμα.

Και μετά τα τρώγαμε κιόλας! 

Τα Ντολμαδάκια


Γενικά τα φαγητά εδώ στην Ελλάδα ήταν διαφορετικά από αυτά της χώρας μου. Όχι πως αυτό ήταν σοβαρό πρόβλημα.

Καμιά φορά όμως ήταν πρόβλημα.
Όπως λόγου χάριν με τα λαδερά. Να κολυμπάνε μέσα στο λάδι και να μην μπορούμε να τα φάμε.
Δεν χρησιμοποιούσαμε τόσο πολύ λάδι στα φαγητά μας στην πατρίδα μου και πάντως καθόλου ελαιόλαδο, που μας ήταν σχεδόν άγνωστο, εξωτικό.
Χρησιμοποιούσαμε σησαμέλαιο, σογιέλαιο, βαμβακέλαιο, καλαμποκέλαιο και τέτοια. Και σε μικρές ποσότητες μάλιστα.
Αντε λοιπόν να φας μετά φασολάκια μέσα σε μια ελαιοθάλασσα.

Βέβαια την απέχθεια μας αυτή για ορισμένα φαγητά δεν τη δείχναμε. Απεναντίας μάλιστα. Προσπαθούσαμε να την κρύψουμε ή στη χειρότερη περίπτωση να την … πως το λένε;
Να έτσι. Όπως την έπαθα κάποτε με κάτι ντολμαδάκια:
Δεν ήταν ότι ήταν κι αυτά καταλαδωμένα. Ηταν που δεν ήξερα τι ήταν. Ποτέ δεν τα είχα ξαναδεί στη ζωή μου.
Τι να κάνω όμως, η ψυχή μου το ξέρει πως, τα έφαγα!
Φαίνεται ότι η προσπάθειά μου αυτή έγινε αντιληπτή κι με ρώτησαν αν μου άρεσαν.
Κι εγώ που φοβήθηκα ότι κατάλαβαν την δυσφορία μου προσπάθησα πονηρά να την καλύψω.

-Μα τι λέτε; Πολύ ωραία. Με διπλωματικό χαμόγελο.
-Α, σου άρεσαν!

Και μου έφεραν αλλα τόσα ντολμαδάκια.

Και τα έφαγα.

Το σοκ.




Και ήταν μια κάποια δοκιμασία για την επαρχιακή πόλη που πρωτοπήγα στην Α’ τάξη γυμνασίου εδώ στην Ελλάδα. Ιδίως για τις συμμαθήτριές μου.
Εβλεπες παντού την έκπληξη και την περιέργειά τους για το χρώμα μου, μιας και οι περισσότεροι δεν είχαν δει ξανά υποσαχάριους αφρικανούς από κοντά.  

Ετσι σε κάθε συνάντηση, επικοινωνία προηγείτο μια έκπληξη. Μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας.
Όχι βέβαια εκ μέρους μου. Που ήμουν συνηθισμένη με το θέαμα.


Είχαμε αρκετούς λευκούς στην Πατρίδα μου.