Sunday, June 5, 2016

Ένα κακομαθημένο κορίτσι


Μια άλλη ιστορία, που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν η ιστορία ενός ζευγαριού που δεν μπορούσε να κάνει παιδί! Το είχαν καημό! Αλλα μέσα τους ελπίζανε ότι κάποια στιγμή θα τα καταφέρουν. Πράγματι, μετά πολλά χρόνια η γυναίκα έμεινε έγκυος και τελικά  έκανε ένα χαριτωμένο κοριτσάκι.
Το σπίτι γέμισε χαρά και το γιορτάζανε δεόντως. Το  είχανε στα όπα όπα, του προσφέρανε τα πάντα και δεν την είχανε αφήσει να κουράζεται για  τίποτα. Η μητέρα της δεν του έμαθε τίποτα απολύτως να κάνει. Ζούσε μια παραμυθένια ζωή, ανέμελη, χωρίς έννοιες και προβλήματα.     
Όμως η μοίρα της επιφύλαξε άσχημο παιχνίδι. Η πολυαγαπημένη της  μητέρα αρρώστησε ξαφνικά πολύ βαριά και σε λίγες μέρες εγκατέλειψε το μάταιο τούτο κόσμο για τη γειτωνιά των αγγέλων. Πέθανε! Αφήνοντας  το κορίτσι ορφανό! Μεγαλώνοντας, στη ηλικία της παντριάς, επειδή ηταν πολύ όμορφο αλλα και πολύ πλούσια, παρουσιαστήκανε πολλοί μνηστήρες, από τους οποίους διάλεξε έναν. Παντρεύτηκαν και   η κοπέλα έπρεπε να κάνει τις δουλίες του σπιτιού. Ομως δεν ήξερε που πάνε τα τέσσερα.
Στενοχωριώταν πάρα πολύ και αναρωτιόταν  και συλλογιζόταν τι να κάνει; Tι θα φάνε; Ποιός θα μαγειρευει; Που θα βρεί το φαγήτο και τί να κάνει;  Κλέγοντας φώναζε τη μητέρα της λέγωντας "Α... μάνα  μάνα! Που είσαι μανα! Δεν μου έμαθες τίποτα και τωρα τί να κάνω η έρημη! Ο σύζηγός μου πήγε για διάφορες δουλιές και θα γυρίσει και δεν θα έχω κάνει τίποτα".
Και τότε έγινε κάτι το απίστεφτο και αναπάντεχο!! Παρουσιάτηκε μποστά της, η πολύ αγαπημένη  της μητέρα, ολοζώντανη με σάρκα και όστα!! Της χαϊδευψε στο κεφαλάκι της και τις είπε να μη στενοχωριέται, όλα θα πάνε μια χαρά, ότι όλα θα τα ετοιμάσει αυτή και θα τις δείξει πως να τα κάνει. Με μια μόνο υπόσχεση, ότι δεν θα πρέπει να πει τίποτα σε κανένα για την παρουσία της. Και τότε πήρε τη τσάπα από τα χέρια της, τραγουδώντας άρχισε να καλλιεργεί πολύ γρήγορα και καλά. Κάτοπιν πήγανε στο σπίτι, μαγείρεψε και έκανε τά πάντα. Όταν γύρισε ο άντρας της όλα ήταν στην εντέλεια, χάρηκε πολύ τη φίλησε και καθήσανε στο τράπεζι και φάγανε.

Η μητέρα συνέχιζε να κάνει όλες τις δουλιές για πολύ καιρό! Κανένας δεν πήρε μυρουδιά! Και με το καιρό το κακομαθημένο κορίτσι έμαθε πολλά! Οπότε μια μέρα η μητέρα λέει στη κόρη της ότι δεν θα ξανά έρθει κι ότι μπορεί να τα βγάλη πέρα μόνη της. Χαρούμενη πιά  και αυτή, έκανε οικογένεια με πολλά παιδιά και ζούσανε καλά και έμεις καλύτερα.   

Το φίδι



Είναι τόσο εύφορη η γη και τόσο άφθονες οι βροχές στην Ουγκάντα που οι αγροτικές καλλιέργειες είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές που ξέρουμε εδώ. Και πρώτα πρώτα οι σοδιές. Σπέρνουν και θερίζουν δυο και τρεις φορές το χρόνο. Κι οι μπανάνες, ο καφές, το μπαμπάκι.
Το μπαμπάκι. Κάναμε το μάθημα στη σχολή εδώ στην Ελλάδα κι ο νους μου πήγαινε στις μπαμπακιές που είχαμε εκεί. Καμιά σχέση. Ηταν μεγάλες και γεμάτες καρπούς, τις κάψες με τα σπόρια και πλούσιες σε κατάλευκες ίνες.

Ωραία ήταν. Θα ήταν όμως πιο ωραία αν είχαμε κινητά τηλέφωνα τότε. Δεν είχαμε όμως ακόμη και μ έστειλε ο πατέρας μου να φωνάξω τον αδελφό του που ήταν μέσα στις μπαμπακιές.
Κι εγώ έτρεξα.

Ηταν μεσημέρι κι ο ήλιος γέμιζε τα πάντα. Τον ουρανό τα χωράφια, τα φυτά, την φύση όλη. Και τραγουδούσα όταν ένα φίδι τα χάλασε όλα.
Στεκόταν όρθιο. Με δύο κεφάλαια και να με κοίταζε. Από την τρομάρα μου  πάγωσα, το αίμα μου ανέβηκε στο κεφάλι, έτρεμα σαν το ψάρι. Και μετά άρχισα να τρέχω με όλες μου τις δυνάμεις. Αισθάνθηκα ότι με κυνηγούσε με ψηλά το δυο του κεφάλια. Φθάνοντας στο σπίτι, πάλι δεν είπα τίποτα σε κανέναν.


Όμως τώρα που το σκέπτομαι, πιστεύω ότι δεν είχε δυο κεφάλαια κι ότι δεν με κυνηγούσε.  Μια κόμπρα πρέπει να ήταν, που με κοίταζε ατρόμητη με τα δυο της μεγάλα μάτια. Ατρόμητη με τα δυο της ψεύτικα μάτια.  Τρομαγμένη κι αυτή σαν εμένα.

Οι Μάρτυρες




 Μου έκανε πάρα πολύ μεγάλη εντύπωση όταν στα θρησκευτικά μας έλεγαν  για τους 45 Αγίους Μάρτυρες της Ουγκάντας.
Βέβαια δεν υπήρχε Ουγκάντα τότε, αλλά το Βασίλειο της Μπουγκάντα. Οι εγγλέζοι δεν είχαν έρθει ακόμα εκεί για να κάνουν την Μπουγκάντα αποικία τους. Αν και υπήρχαν πολλές αποικίες κοντά, όπως  δίπλα η Γερμανική Τανγκανίκα.

Είχαν σκοπό όμως να έρθουν και γι αυτό είχαν στείλει ιεραποστόλους που είχαν αρχίσει τις προσπάθειες προσηλυτισμού στην αυλή του Καμπάκα,  του Βασιλιά δηλαδή, Μουάνγκα του Β’.
Τους είχαν προλάβει όμως οι Αραβες έμποροι που είχαν προσηλυτίσει το βασιλιά Μουάνγκα στο Ισλάμ.
Ετσι φέρθηκε εχθρικά στους ιεραποστόλους και σκότωσε τους πρώτους χριστιανούς. Άλλο που δεν ήθελαν οι εγγλέζοι. Τους ανακηρύξαν Μάρτυρες και η Ιεραποστολική Εταιρεία της Αγγλικής Εκκλησίας χρησιμοποίησαν τους θανάτους για υποστήριξη της ιδέας να ενσωματώσουν την Μπουγκάντα στην Αγγλική Αυτοκρατορία. Οπερ και εγένετο μετά λίγα χρόνια όταν εδώ στην Ελλάδα είχε αρχίσει το Θηρίο, τα τρένο, να πηγαίνει από την Ομόνοια στο Λαύριο και τούμπαλιν.

Πάντως τα βασανιστήρια των 45 Μαρτύρων για ν αλλάξουν την πίστη τους μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Μέχρι και στον ύπνο μου έβλεπα εφιάλτες για το τι υπόφερε ένα μικρό παιδί ανάμεσα στους Μάρτυρες, που έχουν αγιοποιηθεί και λατρεύονται ως οι Αγιοι 45 Μάρτυρες.
Τόσο πολύ με είχαν επηρεάσει αυτές οι περιγραφές.
Και δεν ήταν οι μόνες.

Όταν στο τέλος του δημοτικού άλλαξα σχολείο και πήγα σε Σχολείο της πρωτεύουσας Καμπάλα κοντά στη θεία μου ερχόταν ο αρχιμανδρίτης [μετά αρχιεπίσκοπος της Ουγκάντας] Θεόδωρος και μας έλεγε για την Ορθοδοξία και τους αγίους της.

Σπουδαγμένος στην Ελλάδα μας έλεγε για τις πολλές εμφανίσεις του Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης σε διάφορα άτομα με διάφορες μορφές και τα πολλά θαύματα του. Είχα εντυπωσιασθεί και ήθελα πάρα πολύ να τον γνωρίσω. 
Και πράγματι, όταν ήρθα στην Ελλάδα μου δόθηκε η ευκαιρία και πήγα στην Αίγινα. Μάλιστα είχαμε μείνει στο μοναστήρι τη βραδιά εκείνη και την νύκτα είδα όχι ξεκάθαρα και άκουσα να με φωνάζει Ειρήνη.. Ειρήνη... Ειρήνη...  Κατέβαλα υπεράνθρωπη προσπάθεια να απαντήσω! Μάταια όμως  δεν μου έβγαινε η φωνή, είχε κλείσει ερμητικά!

Ντομέ


Λένε ότι πάντα ο εγκληματίας  γυρίζει στον τόπο του εγκλήματος.
Ετσι έγινε και με εμένα και την φίλη μου που είχαμε κοντέψει να πνιγούμε στο ποτάμι σε εκείνη την κοπάνα που είχαμε κάνει από το σχολείο.
Γυρίσαμε, Ή μάλλον μας γυρίσανε.
Ηταν στο μάθημα των Οικοκυρικών,  Ντομέ, όπως το λέγαμε από το Ντομέστκ.
Υπήρχε κάποια μέρα που το μάθημα γινόταν έξω από το σχολείο, στο ύπαιθρο κοντά στη φύση.
Πως και πως περιμέναμε αυτήν την ημέρα. Και πρώτα πρώτα γιατί δεν θα κάναμε σχολείο.  Μας έβαζαν σε ένα φορτηγό και μας πήγαιναν 4-5 χιλιόμετρα πιο πέρα στο ποτάμι Ναντιάβα. Το ποτάμι που είχαμε εκείνη την άσχημη περιπέτεια με τη φίλη μου.
Και ήταν πράγματι μια μεγάλη μέρα. Την έχω ακόμα ζωντανή στην μνήμη μου.
Η μεγάλη ημέρα. Ολοι στο σχολείο. Χτύπησε το κουδούνι.  Προσευχή και μετά όλες οι τάξεις πήγαν στις αίθουσες. Όχι όμως και η δικιά μας. Ανεβήκαμε στα φορτηγά μαζί με μια άλλη τάξη, 80  παιδιά περίπου και ξεκινήσαμε τραγουδώντας.
Επί τέλους η ολοήμερη εκδρομή με παιχνίδια γύρω από το ποτάμι. Μαζί μας η δασκάλα μας, ένας άλλος δάσκαλος  και μερικοί εργάτες που θα μας βοηθούσαν να συλλέξουμε μπιτόογκο (πάπυρους) και νσάασα (φοίνικες) για τα χειροτεχνήματα του μαθήματός μας.

Φτάσαμε στο ποτάμι. Στο ποτάμι που  διασχίζει ένα σημαντικό κομμάτι της περιοχής που  φιλοξενεί πολλά είδη  χλωρίδας και πανίδας.  Η φύση στο μεγαλείο της. Ομορφιά αλλά και κίνδυνοι από φίδια, ζωύφια, έντομα, αλλά και από το ίδιο το ποτάμι.
οι δάσκαλοι μας εξήγησαν τι θα κάναμε, τι να προσέχουμε, που να πάμε (και που να πατάμε!) και να μη απομακρυνθούμε από τα μάτια τους!  

Εμείς με μεγάλη ενθουσιασμό πήγαμε στο ποτάμι και αρχίσαμε να πετάμε νερά μεταξύ μας! Οι εργάτες άρχισαν  να κόβουν τα στελέχη από τις βάσεις των πάπυρων και των φοινίκων.  Μία ομάδα παιδιών τα μάζευε, μια άλλη τα έδενε, ενώ μια  άλλη τα έδινε για φόρτωμα στο φορτηγό και πάντα κάτω από την επίβλεψη και τη καθοδήγηση των δασκάλων μας.

Και ξαφνικά:
-Βοήθεια! Σώστε με!
Ηταν ένας νεαρός εργάτης που είχε απομακρυνθεί ίσως για να ρεμβάσει στη φύση, ίσως για να λουφάρει, ίσως και τα δύο.
Είχε βρεθεί σε μια πολύ επικίνδυνη θέση. Νόμιζε ότι το έδαφος που περπατούσε ήταν στέρεο, ενώ αυτό υποχωρούσε κάτω από τα πόδια του που βυθιζόντουσαν όλο και περισσότερο.
Τον έπιασε πανικός και προσπαθούσε να πιαστεί από τα γύρο φυτά, ενώ τα δέντρα πιο πέρα τον κοίταζαν με συμπόνια ανήμπορα να τον βοηθήσουν.
Τελικά έτρεξε ο δάσκαλος και οι άλλοι εργάτες και με προσεκτικές κινήσεις τον τράβηξαν από τη ρουφίχτρα.

Και θυμάμαι στην επιστροφή να κάθεται κατατρομαγμένος ήσυχα σαν φρόνιμο παιδάκι. 

Το πλοτ





Μπορεί να έχω επιβλέψει και πειραματιστεί σε μεγάλης κλίμακας καλλιέργειες αλλά αυτό το χωραφάκι των 3 επί 3 μέτρων ήταν όλα τα λεφτά. Το έχω πάντα μέσα στη μνήμη μου. Και στην καρδιά μου.
Ηταν σαν να είχα κάνει ένα προκαταρτικό έτος της Γεωπονικής στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού.

Σε κάθε τρεις μαθητές αντιστοιχούσε ένα κομμάτι γης  3X3 μέτρα όπου καλλιεργούσαμε διάφορα φυτά όπως αραβόσιτο, φασόλια, φιστίκια, σόγια, αρακά, βαμβάκι. Διάφορα λαχανικά και λουλούδια,
Κάθε ομάδα παρακολουθούσε την ανάπτυξη έως την ωρίμανσή τους. Και μετά ερχόταν μια καλή ημέρα, χωρίς μάθημα! Μία μέρα ολόκληρη, που την αφιερώναμε στην συγκομιδή τους και στην προετοιμασία τους για μαγείρεμα.

Και μετά τα τρώγαμε κιόλας! 

Τα Ντολμαδάκια


Γενικά τα φαγητά εδώ στην Ελλάδα ήταν διαφορετικά από αυτά της χώρας μου. Όχι πως αυτό ήταν σοβαρό πρόβλημα.

Καμιά φορά όμως ήταν πρόβλημα.
Όπως λόγου χάριν με τα λαδερά. Να κολυμπάνε μέσα στο λάδι και να μην μπορούμε να τα φάμε.
Δεν χρησιμοποιούσαμε τόσο πολύ λάδι στα φαγητά μας στην πατρίδα μου και πάντως καθόλου ελαιόλαδο, που μας ήταν σχεδόν άγνωστο, εξωτικό.
Χρησιμοποιούσαμε σησαμέλαιο, σογιέλαιο, βαμβακέλαιο, καλαμποκέλαιο και τέτοια. Και σε μικρές ποσότητες μάλιστα.
Αντε λοιπόν να φας μετά φασολάκια μέσα σε μια ελαιοθάλασσα.

Βέβαια την απέχθεια μας αυτή για ορισμένα φαγητά δεν τη δείχναμε. Απεναντίας μάλιστα. Προσπαθούσαμε να την κρύψουμε ή στη χειρότερη περίπτωση να την … πως το λένε;
Να έτσι. Όπως την έπαθα κάποτε με κάτι ντολμαδάκια:
Δεν ήταν ότι ήταν κι αυτά καταλαδωμένα. Ηταν που δεν ήξερα τι ήταν. Ποτέ δεν τα είχα ξαναδεί στη ζωή μου.
Τι να κάνω όμως, η ψυχή μου το ξέρει πως, τα έφαγα!
Φαίνεται ότι η προσπάθειά μου αυτή έγινε αντιληπτή κι με ρώτησαν αν μου άρεσαν.
Κι εγώ που φοβήθηκα ότι κατάλαβαν την δυσφορία μου προσπάθησα πονηρά να την καλύψω.

-Μα τι λέτε; Πολύ ωραία. Με διπλωματικό χαμόγελο.
-Α, σου άρεσαν!

Και μου έφεραν αλλα τόσα ντολμαδάκια.

Και τα έφαγα.

Το σοκ.




Και ήταν μια κάποια δοκιμασία για την επαρχιακή πόλη που πρωτοπήγα στην Α’ τάξη γυμνασίου εδώ στην Ελλάδα. Ιδίως για τις συμμαθήτριές μου.
Εβλεπες παντού την έκπληξη και την περιέργειά τους για το χρώμα μου, μιας και οι περισσότεροι δεν είχαν δει ξανά υποσαχάριους αφρικανούς από κοντά.  

Ετσι σε κάθε συνάντηση, επικοινωνία προηγείτο μια έκπληξη. Μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας.
Όχι βέβαια εκ μέρους μου. Που ήμουν συνηθισμένη με το θέαμα.


Είχαμε αρκετούς λευκούς στην Πατρίδα μου.  


Επικοινωνία.


Για μένα η επικοινωνία στην Ελλάδα ήταν στην αρχή δύσκολη. Δεν ήξερα καλά ελληνικά και δεν μιλούσαν όλοι παντού αγγλικά.
Ετσι αναγκάστηκα να παίζω θέατρο.
Περφόρμινγκ Αρτ, που λένε.
Μαθήτευσα με επιτυχία στο παλκοσένικο της ανάγκης και έγινα άξια πρωταγωνίστρια του είδους: Της Παντομίμας,

Για να δείξω ότι μου αρέσει κάτι έλεγα «Γκουντ» ή έφερνα το χέρι μου στη θέση της καρδιάς. Για το αντίθετο έσφιγγα τα χείλη μου με μια έκφραση αηδίας.
Για φαί η έκφραση με την παλάμη «μαμ». Κάτι ανάλογο για το νερό.
Για τον ύπνο, ενωμένες οι παλάμες δίπλα στο σαγόνι. Νάνι. Κλπ.
Τώρα πια βέβαια δεν έχω κανένα πρόβλημα,
Εχουν όμως οι άλλοι.
Συνήθως πρόσωπα που δεν ξέρουν ότι μιλάω ελληνικά σαν ελληνίδα που είμαι κιόλας ουσιαστικά και τυπικά με ταυτότητες και με σφραγίδες, μου μιλάνε στα αγγλικά.
Πλάκα όμως έχουν όταν δεν μου μιλάνε καθόλου, αλλά μιλάνε για μένα μεταξύ τους, νομίζοντας ότι δεν ξέρω ελληνικά.

Όπως ένα μεσημέρι στη στάση του Λεωφορείου, που μες στον καύσωνα κάποιος ξύπνιος εξηγούσε με τρόπο στους άλλους ότι εμείς οι αράπηδες δεν καταλαβαίνουμε από ζέστη. Τι είμαστε μαύροι γιατί μας έχει ψήσει η ζέστη των 50 βαθμών και τέτοια.
Και καλά όλα αυτά.
Όταν όμως άρχισε τα άλλα του, τα ρατσιστικά, δεν άντεξα και τον παρατήρησα. Ευγενικά.
Άλλαξε χρώματα! Έχασε την ομιλία του. Κατάπιε τη γλώσσα του. Όλοι οι άλλοι κοίταζαν μια εμένα και μια εκείνον. Δεν ήξεραν τι να πουν.

Κι ο ίδιος ξαφνιασμένος και ντροπιασμένος μου ζήτησε συγνώμη.
Οτι «δεν ήξερα ότι ξέρεις την ελληνική γλώσσα!»
Ότι όλα αυτά που άκουσα ήταν βλακείες ούτε και ο ίδιος δεν τα πίστευε!
«Πλάκα έκανα» συμπλήρωσε. Ότι  εκείνος αγαπάει πολύ τους ξένους, κυρίως τους μαύρους! Και μάλιστα ο παππούς του είχε κάνει στην Αφρική! «Δεν πιστεύω να τα πήρες στα σοβαρά; Χίλια συγνώμη!»




Gold




Είδα τις προάλλες τη φίλη μου τη Γεωργία.
Είχα να τη δω από το Πανεπιστήμιο. Καλή φοιτήτρια. Της είχανε προτείνει μάλιστα να την κρατήσουν σε ένα εργαστήριο. Να ακολουθήσει Ακαδημαϊκή καριέρα.
Αυτή όμως προτίμησε να κάνει οικογένεια. Ηταν κι ο Δημήτρης βλέπετε.
Τι έρωτας ήταν αυτός θεέ μου.
Περίμενα να μου πει τα νέα της. Να χαρώ με τα νέα της.
Όμως τα νέα δεν ήταν και τόσο καλά.
Καλός ο Δημήτρης, δουλευταράς, χρήμα με ουρά. Μιλάμε για πολλά λεφτά.
Όμως οι αγάπες και τα λουλούδια ξέφτισαν γρήγορα.
Τι σημασία βέβαια έχουν όλα αυτά;
Ο Δημήτρης έχει πεθάνει!
Και πήρε το φτυάρι η Γεωργία κι άρχισε να μου τον θάβει.
Ότι ήταν έτσι, ότι ήταν αλλιώς. Τσιγκούνης, γυναικάς και άλλα τέτοια.
-Σου άφησε περιουσία όμως Γεωργία μου.
-Τι; Ακου λοιπόν να μάθεις.
Κι άρχισε να μου λέει για τις επιχειρήσεις του. Για τις πολυκατοικίες που έχτιζε με αντιπαροχές. Για τα διαμερίσματα που πούλαγε.
Και για τις ράβδους χρυσού που έκανα τα κέρδη του. Ηταν προνοητικός και δεν εμπιστευόταν τις τράπεζες και τα χαρτονομισματά τους. Αλλά ούτε και τις θυρίδες τους.
Τα έκρυβε σε ασφαλή και σίγουρα μέρη.  Στην πέμπτη ελιά βαθιά μες το χώμα, στο κτήμα τάδε.  Στο 11το κυπαρίσσι μετά την πηγή προς το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής. Σε πολλά μέρη. Διασπορά του ρίσκου.
Είπαμε ήταν φιλάργυρος, τσιγκούνης. Ηταν όμως και γυναικάς.
-Και την έκανε μια μέρα και πήγε να μείνει στο σπίτι ενός ξέκωλου. Και χάρηκα να σου πω την αλήθεια, γιατί τον ξεφορτώθηκα.
Η γκόμενα όμως που τον σπίτωσε ήταν μικρή και πάνω στα ντουζένια της. Απεδείχθη και φαρμακοτέτοια. Και πάπαλα ο Δημήτρης μία πρωία. Τον πρόδωσε η καρδιά του ξαφνικά πάνω στο καθήκον επί κλίνης και τώρα αναπαύεται εις τόπον χλοερόν.
Δεν ήταν ανάγκη να μου πει περισσότερα. Κατάλαβα.
Ναι. Δεν είχε πει σε κανένα που είχε κρυμμένες τις ράβδους.
Κι άρχισαν τα ψαξίματα. Γεωργία και γκόμενα μαζί και στα δυο σπίτια μπας και βρούνε τίποτα σημειώσεις, χάρτες, κωδικούς στα κιτάπια του μακαρίτη.

  

Η Ρεγγίνα



Πέρυσι το Πάσχα ήταν νωρίς. Και θυμάμαι τα χελιδόνια που ήρθαν Πασχαλιάτικα.
Φέτος όμως το Πάσχα ήρθε καθυστερημένα μαζί με την Ρεγγίνα.

-Τζάμπο Ρεγγίνα!
-Τζάμπο Ειρήνη!

Τζάμπο στα Σουαχίλι είναι η καλημέρα.
Μιλάμε κι εμείς Σουαχίλι. Στην Κένυα όμως μιλάνε όλοι.
Η Ρεγγίνα είναι από την Κένυα.

Πριν κάνα μήνα λοιπόν, ανήμερα του Πάσχα, επέστρεψε επιτέλους και η φίλη μας η Ρεγγίνα στην Αθήνα.
Φεύγει, κάθε χρόνο, για μερικούς μήνες στην πατρίδα της την Κένυα και επιστρέφει όταν η άνοιξη έχει θρονιαστεί για καλά εδώ.
Εχει ένα συνεχόμενο καλοκαίρι.
Κι όσο σκέφτομαι το Κιλιμάντζαρο είναι δίπλα στα σύνορα της Κένυας, στην  Τανζανία και έχει πάντα χιόνια. Στην καρδιά της Αφρικής κάτω από τον ήλιο του Ισημερινού στα 6 χιλιάδες μέτρα.
Και με τούτα και με τα άλλα πλάκωσαν και κάτι ζέστες!
Αντε ν αρχίσουμε και τα μπάνια οσονούπω





Ο σκοτωμένος


Ολοι ξέρουμε πόσο μεγαλύτεροι φαντάζουν οι μαθητές των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού στα πρωτάκια και δευτεράκια.
Ετσι κι εμείς τους θαυμάζαμε και τους σεβόμασταν.

Και μια μέρα που πηγαίναμε όλοι μαζί στο σχολείο έρχεται ένα μηχανάκι και χτυπάει  ένα συμμαθητή μας, που πέφτει αναίσθητος κάτω.

Πανικός. Οι μεγάλοι το έβαλαν στα πόδια κι εμείς τους ακολουθήσαμε.
Φτάσαμε στο σχολείο κι όλοι μαζευτήκανε να μάθουν τα νέα.
Και οι μεγάλο άρχισαν να κάνουν περιγραφές, εκτός από το ότι το έβαλαν στα πόδια.
Ότι μια μεγάλου κυβισμού μοτοσυκλέτα (το παπάκι) έπεσε πάνω μας και σκότωσε τον συμμαθητή μας.

Τον σκότωσε; 
Μεγάλοι ήσαν. Ηξεραν καλύτερα.

Και μετά από 2-3 μέρες ο νεκρός συμμαθητής μας  πάλι στο σχολείο.


Και χάσαμε κάθε ιδέα για τους μεγάλους…

Η Παναγία στη Βουλή


Κι απάνω που νόμιζα ότι είχα γίνει εξπέρ στην ανγνώριση και ανάγνωση των γραμμάτων της Ελληνικής αλφαβήτας βρέθηκα στη Μητρόπολη.
Μεγάλος και επιβλητικός ο καθεδρικός ναός της Αθήνας.
Μόλις είχα κατέβει την Μητροπόλεως από το Σύνταγμα, τον Αγνωστο Στρατιώτη και την Βουλή.
Μεγάλο κτίριο κι αυτό. Το Κοινοβούλιο.
Και μπαίνω λοιπόν στη Μητρόπολη και πάω να προσκυνήσω μια εικόνα της Παναγίας.
Ναι η Παναγία ήταν. Και ποιος δεν θα την γνώριζε; Με το βρέφος στην αγκαλιά της.

Όμως τα ελληνικά πάνω στην εικόνα για μια στιγμή με προβλημάτισαν.
Ηταν βλέπετε και η Βουλή, το Κοινοβούλιο που είχα δει προηγουμένως.
ΜΡ εγραφε η εικόνα. ΜαΡία δηλαδή.
Τότε όμως το είχα εκλάβει ως 
Member of Parliament

Η κοπάνα



Ποιος ήταν μαθητής και δεν σκέφτηκε ή δεν έκανε κοπάνα.
Είναι φαίνεται παγκόσμιο φαινόμενο.
Ετσι κι εγώ με τη φίλη μου Ναμπέρα το σκάσαμε απ το σχολείο μια μέρα και τραβήξαμε προς το άγνωστο, σε δρόμους που πρώτη φορά περπατούσαμε. Χαιρόμασταν τη δροσούλα του δάσους τα κελαϊδίσματα των πουλιών, τις κραυγές των πιθήκων. Και ξαφνικά να μπροστά μας ένα ποτάμι, μεγάλο και φουσκωτό. Μας έκοψε τη φόρα. Μας χάλασε τη διάθεση για περιπέτεια. Και δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Δεν θέλαμε να τελειώσει έτσι άδοξα η πρώτη μας κοπάνα. Κι έτσι χωρίς να το πολυσκεφτούμε πήραμε την απόφαση να το νικήσουμε που μας έκοβε το δρόμο.
Αλλά πώς να περάσουμε απέναντι, που δεν ξέραμε κολύμπι και ούτε είχαμε δει ποτέ κανέναν να κολυμπάει.
Η Ναμπέρα φοβόταν και για να την ενθαρρύνω μπήκα πρώτη στο νερό. Και καλά στην άκρη, που το νερό ήταν μέχρι τα γόνατα μετά άρχισε να μας σπρώχνει η ορμή του νερού και ξαφνικά μας έριξε κάτω.  Θυμάμαι την Ναμπέρα να με κοιτάει με γουρλωμένα φοβισμένα μάτια. Να τρέμει σαν ψάρι χωρίς να κάνει κάτι. Τι να έκανε η καημένη; Μικρή ήταν και αυτή!

Και εκεί είναι που τα χρειαστήκαμε. Προσπαθούσαμε να σηκωθούμε αλλά ήταν αδύνατο. Το νερό μας παρέσυρε μακριά και ήταν έτοιμο να μας καταπιεί.
Απεγνωσμένα άπλωνα τα χέρια μου μέσα στα αφρισμένα νερά για να κρατηθώ από κάπου. Μάταια όμως.
Είχα μετανιώσει αλλά ήταν ήδη αργά για ένα θαύμα. Κι όμως έγινε. Τα χέρια μου ακούμπησαν σε κάτι κλαδιά. Προσπάθησα να κρατηθώ απ αυτά, αλλά γλιστρούσαν μέσα από τα χέρια μου. Και προσπαθούσα πάλι και πάλι μέχρι που ένοιωσα ότι κι αυτά προσπαθούσαν να με πιάσουν, να με συγκρατήσουν, να σταματήσουν την ξέφρενη πορεία μου στο άγριο ποτάμι.

Κι όταν πιασμένη χέρι χέρι με τους πάπυρους του ποταμού προσπάθησα να πατήσω στα πόδια μου, είδα ότι το ποτάμι ήταν πολύ βαθύ κει πέρα. Ετσι από κοτσάνι σε κοτσάνι των παπύρων και τα κλαδιά των άλλων δέντρων προσπάθησα να φτάσω στην όχθη.

Κι ήταν τα φυτά σαν να με αγκάλιαζαν και να με έσφιγγαν στον κόρφο τους για να με σώσουν.
Δεν θυμάμαι πως τα κατάφερε κι η Ναμπέρα να γλυτώσει τελικά.
Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι περπατώντας στο γυρισμό οι ποδιές στέγνωσαν κάπως. Φθάνοντας στο σπίτι, μπήκα από τη πίσω πόρτα και έπεσα κατευθείαν στο κρεβάτι χωρίς να φάω εκείνη την ημέρα απολύτως τίποτα, αλλά ούτε νερό!


Κάνεις δεν έμαθε ποτέ τίποτα από τότε για το συμβάν, γιατί καμιά μας δεν τόλμησε να μιλήσει για αυτό. Εσείς είστε που το μαθαίνετε πρώτοι μετά τόσα χρόνια!   

Η κανέλα


Γύρω από την Λίμνη Βικτώρια είναι η Ουγκάντα, η Κένυα και η Τανζανία.
Με την Τανζανία κυρίως μοιραζόμαστε την λίμνη.
Ένα μικρότερο μέρος έχει η Κένυα.
Η Τανζανία παλιά ήταν δύο κράτη. Η Τανγκανίκα κι η Ζανζιβάρη που ένωσαν τα ονόματά τους σε ένα κράτος. Την  Τανζανία.
Η Ζανζιβάρη  είναι νησί. Καμιά φορά την λένε και Σπάις Αϊλαντ. Διότι παράγει διάφορα μπαχαρικά. Κυρίως κανέλα.

Εκεί ήθελα να καταλήξω. Στην κανέλα. 
Που άκουσα κάποτε να λένε «Από την πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα» και που δεν ήξερα τι σημαίνει. Μέχρι που κατάλαβα ότι κανείς δεν ξέρει και πολύ ευχαριστήθηκα.

Μπαχαρικά λοιπόν και είχα εντυπωσιαστεί από τα πιπέρια τις κανέλες τα γαρύφαλλα και τα μοσχοκάρυδα σ εκείνη την ταινία. Την Πολιτική Κουζίνα. Είχε απ όλα και κεφτέδες με κανέλα. Και Πολιτική. Πολιτικά μαγειρέματα, δολοπλοκίες και τέτοια.

Κάποτε έμαθα και ότι η Κωνσταντινούπολη δεν είναι απλά μια πόλη. Είναι «Η Πόλη». Και ότι η Πολίτικη κουζίνα, που δεν έλεγε τίποτα σε μένα, δεν ήταν Πολιτική κουζίνα.


Κατά τα άλλα η κανέλα είναι σπουδαίο μπαχαρικό για κάθε κουζίνα.

Στη Μόνικα





Το έθνικ Αφρικάνικο κομμωτήριο της Μόνικας. Ελληνίδα πια κι η Μόνικα. Από την Κένυα κι αυτή.
Πηγαίνω που και που για να φτιάξω τα μαλλιά μου.
Εχω ξαναβρεθεί εκεί και το απολαμβάνω.
Πιάνουμε κουβέντα με γυναίκες από διάφορες χώρες.
Και να απορούν πως ξέρει ο σύζυγος από τις χώρες τους, την ιστορία τους, τις γλώσσες τους.
Αυτή τη φορά είχαμε απ το Κογκό, την Κενυα, το Τσαντ, τη Νιγηρία, την Ερυθραία.
Είπαμε για την Κατάγκα, τον Πατρις Λουμούμπα, τους Μπόκο Χαράμ και τις 280 μαθήτριες που απήγαγαν κλπ
Μάθαμε και για τα τιγκρίνια, την σημιτική γλώσσα που μιλάνε στην Ερυθραία και οι μαύροι εβραίοι στο θρήσκευμα, που μετέφεραν το 1984 στο Ισραήλ με τις μεγάλες πείνες από την Ερυθραία, που ανήκε στην Αιθιοπία τότε.
Κι ο σύζυγος να τους κάνει πλακίτσες.
Μέρι που τον κόβω σε μια στιγμή σε έκσταση. Να χαλβαδιάζει. Το φυσικό του
-Ε! φρόνημα τι σ έπιασε;
-Συγκινήθηκα μωρέ. Να ακούς κοριτσόπουλα από διάφορες χώρες να μιλούν μεταξύ τους στα Ελληνικά…

Τα μπάλωσε ή έλεγε αλήθεια;

Μπουγκάντα, Μουγκάντα, Λουγκάντα




Η πρώτη μου επαφή με την Ελλάδα ήταν στο μάθημα ιστορίας όταν είδα μια εικόνα σε ένα βιβλίο τους στρατιώτες του Μέγα Αλέξανδρου να τον ακολουθούν στη μάχη.

Α, οι Μπαγιονάνι.

Μπαγιονάνι οι Ελληνες.
Μπουγιονάνι η Ελλάδα.
Λουγιονάνι τα Ελληνικά, η γλώσσα


Ετσι απλά σχηματίζονται γενικά η χώρα, οι κάτοικοί της και η γλώσσα που μιλάνε

Πάντα το πρόθεμα Μπ (b) σημαίνει την χώρα.
Μ τον κάτοικο
και Λ την γλώσσα
Ετσι
Μπ-ουφαράνσα η Γαλλία
Μ-ουφαράνσα ο Γάλλος
Λ-ουφαράνσα τα γαλλικά

Μπ-ουγκερέζα η Αγγλία
Μ-ουγκερέζα ο Αγγλος
Λ-ουγκερέζα τα Αγγλικά
  κ.ο,κ.
Ετσι απλά!


Όπως

Μπουγκάντα,

Μουγκάντα,

Λουγκάντα

 

Θα μου πείτε ότι

Μπουγιονάνι η Ελλάδα

Μπ-ουφαράνσα η Γαλλία
και

Μπουγκάντα η Ουγκάντα.

 

Αμ, δε.

Μπουγκάντα είναι ένα μέρος αυτού που που ονόμασαν οι εγγλέζοι Ουγκάντα.

Μουγκάντα ο κάτοικος αυτής της χώρας και Λουγκάντα η γλώσσα που μιλάει ο Μουγκάντα.

 

Από τυο σπίτι μου φαινόταν ο λόφος που ήταν το Λουμπίρι ρουά Καμπάκα. Τα ανάκτορα του Καμπάκα (βασιλιά). Του βασιλιά της Μπουγκάντα.

 

Οι βασιλιάδες (Καμπάκα) κυβερνούν την Μπουγκάντα από τότε που στο Βυζάντιο κυβερνούσε ο Ιωάννης ο Καντακουζηνός. Από το 1300.
Και Μουγκάντα είναι το βασίλειο που κατέλαβαν οι Αγγλοι όταν εμείς είχαμε εδώ τον Γεώργιο τον Α’. (Αυτό το εμείς μου ξέφυγε, αλλά έτσι νοιώθω}.
Υπέφερε όμως αυτό το κράτος μέχρι και σήμερα που αποτελεί το μεγαλύτερο και καλύτερο μέρος αυτού που οι Αγγλοι ονόμασαν μετά Ουγκάντα.
Μέχρι που πριν τέσσερα χρόνια τους έκαψαν και το πολυτιμότερο εθνικό τους μνημείο: Το πάρκο με ιστορικά κτίρια και τους τάφους των βασιλέων τους.
Ταραχές, ανακρίσεις και πως μπορεί να ξαναφτιαχτεί το ιστορικό μνημείο που είχε γίνει στάχτη.

Ελα όμως που ένα χρόνο νωρίτερα κάποιος είχε ντιτζιτοποιήσει όλο το χώρο, πόντο πόντο.
Πράγμα που διευκολύνει τα πράγματα.