Sunday, June 5, 2016

Ο επισκέπτης


Και επί τέλους ήρθε ο «υψηλός» επισκέπτης που περιμέναμε από μέρες στο δημοτικό σχολείο μας. Κτύπησε το κουδούνι, μαζευτήκαμε γύρω του και πάθαμε την πλάκα μας! Ο μεγάλος άνδρας ήταν κάνα δυο κεφάλια κοντύτερος μας. Κοριτσάκια εμείς μιας ψηλής φυλής και τυπικός πυγμαίος αυτός ο επισκέπτης από μια γειτονική χώρα.
Ενώ ένας άλλος επισκέπτης –  ο Γενικός Επιθεωρητής της παιδείας, επιθεώρησε τα σχολεία του Διαμερίσματός μας, Λουτέετε που ήρθε πρώτο και με πολλές διακρίσεις και είμαστε πάρα πολύ περήφανοι για το σχολείο μας.  Και αυτό γινόταν κάθε χρόνο, όσπου βγάλανε και το εξής τραγούδι:
Musajja Mitti bweyaja okulambula, Masomero Luteete yeyasinga. lalalalalalalala  lalalalalalalala.

 (Όταν ο Γενικός Επιθεωρητής ο κος Μιττί ήρθε να επιθεωρήσει το Λουτέετε ήρθε πρώτο. Λαλαλαλαλαλαλαλα  λαλαλαλαλαλαλαλα)

Το σχολείο



Και ήρθε η στιγμή που θα έμπαινα στον κόσμο των μεγάλων παιδιών. Των παιδιών που πήγαιναν σχολείο.
Εδώ τα σχολεία αρχίζουν το φθινόπωρο μετά το τέλος του καλοκαιριού. Στην πατρίδα μου όμως, που οι εποχές δεν έχουν μεγάλες διαφορές το σχολικό έτος είναι ίδιο με το έτος του χρόνου.
Το σχολικό έτος αρχίζει πάντα στα μέσα του Ιανουαρίου  και τελειώνει στα μέσα του Δεκεμβρίου. Υπάρχουν τρία τρίμηνα με ένα μήνα διακοπές ανάμεσα τους και εξετάσεις στο τέλος κάθε τριμήνου. Με πιο σοβαρές τις εξετάσεις του τελευταίου τριμήνου, όπου παίρνουμε το απολυτήριό μας για να γραφτούμε στην επόμενη τάξη. Αν έχουμε περάσει βέβαια και δεν έχουμε μείνει στην ίδια τάξη.

Τα σχολεία στην χώρα στην εποχή μου ξεχώριζαν σε ιδιωτικά και δημόσια. Τα δημόσια ήταν πολύ καλά όσον αφορά την οργάνωση και την παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Όλα τα σχολεία πληρώνουν δίδακτρα αλλά τα ιδιωτικά επειδή δεν έχουν κρατικές επιχορηγήσεις είναι πολύ πιο ακριβά. Πολλά σχολεία και των δυο κατηγοριών έχουν οικοτροφεία και των δύο φύλων.
Ένα τέτοιο δημόσιο σχολείο ήταν και το πρώτο  μου σχολείο, το “Λουτέετε Δημοτικό Σχολείο Θηλέων”  (Luteete Girls Primary School) τότε. Μετά  το πόλεμο καταστράφηκε εν μέρη. Το έχουν φτιάξανε και είναι τώρα μικτό και μέχρι το λύκειο “Λουτέετε  Λύκειο Σχολείο” (Luteete Senior secondary School), αλλά έγινε και κολέγιο για δασκάλους και καθηγητές (Luteete Teacher Training College).

Και κάποτε η αγωνία έφτασε στο κορύφωμά της  όταν ο πατέρας μου, μου είπε ένα  πρωί να ετοιμαστώ για το σχολείο. Το στομάχι μου γουργούριζε (έκανε περιέργους θορύβους), τα πόδια μου κοπήκαν. Βλέπετε ήταν η πρώτη φορά που θα έφευγα μακριά από την οικογενειακή εστία, για ένα άγνωστο περιβάλλον, μόνη έστω για λίγες ώρες (που ως παιδί τότε, μου φάνταζαν αιώνες).

Μου είχαν πει ότι εκεί στο σχολείο θα υπάρχουν και άλλα παιδάκια με τα οποία θα παίξουμε διάφορα παιχνίδια, θα γίνουν φίλοι μου και το κυριότερο ότι θα υπάρχει μια δασκάλα ή ένας δάσκαλος που θα μας μάθει τα γράμματα και διάφορα ωραία πράγματα και θα μας προσέχει και πολλά άλλα τέτοια…
Ετοιμάστηκα όσο γρηγορότερα μπορούσα, έβαλα τη καινούργιά μου ποδιά σε μωβ χρώμα, πήρα το πρωινό μου, και σε μια υφασμάτινη  τσάντα έβαλα ένα πρόχειρο τετράδιο, τα μολύβια, μια γόμα, μια ξύστρα και ένα μαντήλι.
Ο πατέρας μου είχε πάει στο σχολείο μερικές εβδομάδες πρίν, και είχε κάνει εγγραφή και του είχαν πει τι ακριβώς χρειάζεται για το σχολείο, τα οποία τα είχαμε πάρει τις προηγούμενες μέρες.
Δύο ποδιές, μια μωβ για τις καθημερινές και άλλη λευκή για τη Κυριακές και τις γιορτές που σχετίζονται με την εκκλησία και πού θα τις ράψουμε, σε κάποιο συγκεκριμένο κατάστημα που έχει συμβόλαιο με το σχολείο.
Μια υφασμάτινη τσάντα που μου την  είχε φτιάξει ο εξάδελφός μου, ο ράφτης.
Μερικά τετράδια, μολύβια, γόμες, ξύστρες, κ.λ.π.
Μερικά μαντήλια κ.λ.π.
Τα σχολικά βιβλία θα μας τα δίνανε στο σχολείο.

Εκείνο το πρωί  λοιπόν ο πατέρας μου, έβγαλε τη μηχανή, έβαλε εμπρός, με ανέβασε επάνω και φύγαμε για το μεγάλο ταξίδι, δηλαδή για το σχολείο.  Το σχολείο που ήταν μόλις δυόμιση περίπου χιλιόμετρα από το σπίτι.
Σε μια μεγάλη έκταση ήταν ένα πελώριο κτήριο η προτεσταντική εκκλησία και μπρος και πίσω από αυτήν τα σχολεία αρένων και των θηλέων.
Κάθε σχολείο είχε πολλά επί μέρους κτήρια όπως αίθουσες διδασκαλίας, γραφεία, διαμονής διδασκάλων, μαγειρεία κ.λ.π.
Περάσαμε το σχολείο των αρένων, την εκκλησία και να το σχολείο των θήλεων με πάρα πολλά παιδάκια και γονείς. Ο μπαμπάς μίλησε με το διευθυντή και με παρουσίασε στην δασκάλα και μετά πήγε στο ταμείο πλήρωσε τα δίδακτρα και τέλος έφυγε για το σπίτι ενώ τα απόγευμα θα ερχόταν να με πάρει.
Και να, κτύπησε το κουδούνι και μαζευτήκαμε μπροστά σ΄ ένα κτίριο, χωρισμένοι σε τάξεις για την προσευχή, για το καλωσόρισμα και για  διάφορες ανακοινώσεις.
Μπήκαμε σε μια αίθουσα. Ολες είμαστε λίγο κουμπωμένες, μα πιο πολύ φοβισμένες θα έλεγα και καθίσαμε ανά τρία παιδιά στο θρανίο. Και η δασκάλα μας, η κα Νανυάνζι (Nanyanzi) Margety.
Eγώ κάθισαμε τη Nampera και τη Saala με τις οποίες γίναμε πολύ καλές φίλες  (ήταν οι πρώτες μου φίλες) και μέχρι σήμερα τις θυμάμαι με πολύ αγάπη και νοσταλγία. Είμαστε περίπου 45 παιδιά. Μας χαμογέλασε η δασκάλα και μετά είπαμε τα ονόματά μας, Mirembe (Ειρήνη εγώ), Saala, Nampera, Maria,  Masy, Debora, Sande (Κυριακή), Friday, Christina, Justina,  Oliva, Rush, Violeta, Rebbeka, Harieti,  Justina,  Aλίκη, Magy, Bety, Sanyu,…τα οποία  η δασκάλα τα έγραψε στο πίνακα με κιμωλία. 

Τα μαθήματα που θυμάμαι που κάναμε στο σχολείο ήταν αριθμητική, γεωγραφία, ιστορία, θρησκευτικά, έκθεση, γυμναστική, Domy (οικοκυρικά). Τραγούδια σε χορωδία και διάφορα αθλήματα. Το σχολείο ήταν ολοήμερο όποτε μας είχανε φαγητό και μετά ύπνο που δεν θυμάμαι πόση ώρα.

Θυμάμαι ότι όλες οι μαθήτριες ήμασταν χωρισμένες σε επτά ομάδες-χρώματα: Μπλε,  Κόκκινο, Κίτρινο – συνήθως ήμουν σ’ αυτή την ομάδα– Μαύρο,  Πράσινο, Λευκό και Καφέ. Η αρχηγός κάθε ομάδας ήταν ο ίδιος από την πρώτη μέχρι την έβδομη τάξη. Με αυτές τις ομάδες συμμετέχαμε σε κοινές δραστηριότητες  - διάφορα αθλήματα, οδηγοί, κοντινές εκδρομές, ντιμπέτ  κ.λ.π.  Πολλά παιχνίδια ατομικά και ομαδικά.
Ήταν η καλύτερη μου παιδική εποχή. Κάθε Κυριακή βάζαμε τις λευκές ποδιές μας για την εκκλησία.
Και  απορώ πως ξύπναγα μόνη μου κάθε πρωί, ετοιμαζόμουνα και έφευγα μ’  άλλα παιδιά για σχολείο και οκτώ κτύπαγε το κουδούνι  και γυρίζαμε το απόγευμα στα σπίτια μας.

 Και στο τέλος του ακαδημαϊκού έτους, είχαμε μια σχολική γιορτή αρχίζοντας με τη γυμναστική έξω και μετά σε μια μεγάλη αίθουσα, κάθε τάξη παρουσίαζε, διάφορα τραγούδια, ποιήματα και θεατρικά έργα και τέλος βράβευση σε αυτές που διακριθήκανε σε κάτι, εν τω μεταξύ παρουσιάζαμε και κάποια εργόχειρα.

 Ήταν μια από τις καλύτερες μέρες της σχολικής χρονιάς. 


Αρρώστιες


Πρέπει να ήμουν και πολύ ζηλιάρα.
Θυμάμαι την ουλή που είχαν στο μπράτσο τους τά άλλα μεγαλύτερα παιδιά. Ουλή από εμβολιασμό.
Ενώ εγώ τίποτα. Κοίταζα το λείο δέρμα στα μπράτσα μου και ήθελα να τα κρύψω.

Τι μπορεί να κάνει το παιδί ευτυχισμένο; Κάτι που δεν μπορούν να φανταστούν οι μεγάλοι: Η αρρώστια!
Ανεμοβλογιά, ιλαρά, μαγουλάδες, οι καλύτερές μου στιγμές!

Όλη η προσοχή των μεγάλων ήταν στραμμένη επάνω μου. Δεν έπρεπε να κάνω καμιά δουλειά. Ούτε να με μαλώνουν σαν παιδί. Αντίθετα μάλιστα. Επρεπε να με προσέχουν. Δεν πειράζει που δεν έπαιζα έξω στον ήλιο με τα άλλα παιδιά. Δεν πειράζει που ήμουν αναγκασμένη να πίνω φάρμακα που δεν τα ήθελα.

Η κούκλα



Κι ήταν κι εκείνη η κούκλα που είχα φτιάξει μαζί με την κόρη της αδελφής του πατέρα μου, που έμενε μαζί μας με κουρελάκια, που είχα μαζέψει απ το ραφείο του ξαδέλφου μου. Μια ωραια κουκλίτσα με τα φορεματάκια της, τα εσώρουχα της και τα σεντονάκια της.
Και μια μέρα με πήρε ο πατέρας μου για να πάμε στην πρωτεύουσα Καμπάλα στην αδελφή του, την θεία μου.
Δυο ώρες δρόμο. Και καθόμουν μπροστά στη μηχανή, που φάνταζε τότε στα παιδικά μου μάτια σαν μηχανή μεγάλου κυβισμού σφίγγοντας στην αγκαλιά μου τη κουκλίτσα μου.
Κι όταν γυρίσαμε είδα ότι η κουκλίτσα δεν ήταν μέσα στη τσάντα του μπαμπά.
Και δεν την ξανάδα. Κι ούτε κανείς ξαναμίλησε γι αυτήν. Και δεν τη ζήτησα, ούτε την αναζήτησα.
Γιατί;
Γιατί ήμουν ορφανή και δεν έπρεπε να ενοχλώ κανέναν, ούτε τον πατέρα μου ούτε την μητριά μου.
Και πόσο ήθελα να υπήρχε μια φωτογραφία αυτής που ποτέ δεν γνώρισα, για να της πω το πόνο μου.

Δεν την γνώρισα την μητέρα μου. Πέθανε όταν ήμουν μερικών μηνών. 
Θυμάμαι, που όταν άρχισα να καταλαβαίνω, άκουσα να λένε ότι είμαι ορφανή. Τι σήμαινε ορφανή; Σήμαινε ότι η μητέρα μου είχε πεθάνει. Είχε πάει στον ουρανό και κάποια μέρα θα αναστηθεί. Δηλαδή κάποια στιγμή στο μέλλον θα ζωντανέψει!
Αυτό το μέλλον στο παιδικό μου μυαλό ήταν τόσο κοντινό, που την περίμενα να τη δω να έρθει και να με  αγκαλιάσει. Να με σφίξει δυνατά στην  αγκαλιά της και να μη φύγει ποτέ από κοντά μου, να μη με αφήσει. Πόσο μου έλειψε και πόσο μου λείπει, ακόμα και τώρα. Ο μεγάλος μου καημός.



Full Moon Over Lake Victoria



Και ήταν μια πανσέληνος να την πιεις στο ποτήρι.
Μια τεράστια πανσέληνος πάνω από την Ουγκάντα, πάνω απ την λίμνη Βικτώρια, να την πιεις στα νερά της.
Και την έβλεπα μικρή μαζί με την μεγάλη μου ξαδέλφη.

-Τι είναι αυτά επάνω της;
- Είναι μια μάνα με το παιδί της.
-Και πως βρέθηκαν κει πάνω;
-Να ήταν μια μέρα που έδεσε το παιδί της στην πλάτη της και πήγε στο χωράφι να δουλέψει. Όμως επειδή ήταν Κυριακή ο θεός την τιμώρησε που δεν τήρησε το θέλημά του.

                                

Έτσι κατέβηκε το φεγγάρι και την άρπαξε μαζί με το παιδί της. Από τότε είναι εκεί και κρυώνουν στην παγωνιά της αφρικάνικης νύχτα  αιώνια. 

Με κορόιδευε. Όμως έβλεπα την μαμά με το παιδί της καθαρά, πάνω στο φεγγάρι. 









Saturday, June 4, 2016

Ο δράκος του Καλούγκου


Η ημέρα διαδέχεται τη νύχτα που διαρκεί σχεδόν το ίδιο όλο το χρόνο. Κι αυτό γιατί η χώρα είναι κάτω ακριβώς από την τροχιά του ήλιου. Πάνω στον Ισημερινό.
Το ίδιο κι η νύχτα. 

Και ήταν η νύχτα όταν ήμουνα μικρή και φαντάζομαι και σήμερα, σκοτεινή, μιας και τα φώτα ήταν πολύ περιορισμένα. Έτσι τα αστέρια του ουρανού, φάνταζαν σαν ασημένιες μπίλιες, σαν διαμάντια και ο Γαλαξίας ένα φωτεινό ποτάμι απ τη μία άκρη του ουρανού στην άλλη.
Και το φεγγάρι, ιδίως η πανσέληνος έλαμπε σαν ένας μεγάλος φωτεινός δίσκος μέσα στον ουράνιο θόλο.

Κάτι τέτοιες στιγμές δεν ανάβαμε φως ή λάμπες για να φάμε στην αυλή.
Οι μεγάλοι συζητούσαν κι εμείς ακούγαμε, μαθαίναμε. Καμιά φορά τρομάζαμε κιόλας. Φοβόμασταν από μερικές ιστορίες των μεγάλων

Ηταν κι η ιστορία του δράκου του Καλούγκου:

Τρομερός δράκος της ζούγκλας που έτρωγε ανθρώπους και κατάστρεφε περιουσίες.
Διαμαρτυρήθηκαν στο βασιλιά κι αυτός ήρθε να τους βοηθήσει. Και τους μάζεψε και είπε ότι όποιος σκοτώσει το δράκο θα του δώσει σαν βραβείο ένα ολόκληρο χωριό.

Και όλοι του είπαν ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που θα καταφέρει να σκοτώσει αυτό το δράκο.
Τότε πετάχτηκε ένας που ο δράκος του είχε φάει τους γονείς και είπε:
Βασιλιά μου εγώ θα τα καταφέρω. Δώσε μου μόνο ένα σπαθί και ένα μεγάλο σιδερένιο κιούπι. Εδωσε εντολή ο βασιλιάς και του έφτιαξαν το σιδερένιο κιούπι. 

Κι ο ήρωας μας πήγε μέσα στη ζούγκλα και άρχισε να φωνάζει μέσα από ένα κέρατο ζώου:

-Δράκε, δράκε. Ου, ου. Που είσαι;
-Εδώ είμαι ο τρομερός δράκος που εξαφανίζει τους ανθρώπους.
-Δράκε, σε χαιρετάει ο μεγάλος Βασιλιάς και σου στέλνει πολλά δώρα.
-Δώρα; Πούντα;
-Μέσα στο κιούπι!

Όποτε ο δράκος ορμάει στο άνοιγμα και μπαίνει με μεγάλη ταχύτητα μέσα στο σιδερένιο κιούπι και ο άνδρας αμέσως με την ίδια ταχύτητα κλείνει το κιούπι και τον παγιδεύει μέσα.
Και πήγε τον δράκο ζωντανό μέσα στο σιδερένιο κιούπι στο βασιλιά και τον έβαλαν σε ένα καμίνι και τον κάψανε.

Κι έτσι εκδικήθηκε ο ήρωας για τους γονείς του.
Πήρε κι ένα χωριό, ολόκληρο.


Κι όλη η χώρα πανηγύριζε τη μεγάλη νίκη, η νίκη της απαλλαγής από  το θηρίο.